- ἐπιείσομαι
- ἐπιείσομαι, [full] ἐπιεισάμενος, only [tense] fut. and [tense] aor.,A rush, hasten to or against,
τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω Il.11.367
; ἀγροὺς ἐπιείσομαιἠδὲ βοτῆρας Od.15.504
; ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃἤλασε Il.21.424
(v.l. ἐπερεισαμένη). (Cf.ε'ἴσομαι 11
: perh. [tense] fut. and [tense] aor. of ([etym.] ἐπι-) (ϝ) ίεμαι.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.